Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Ιούνιος

Μοναξιά.
Eγώ
και
μια πόλη που δεν μ’αγαπάει πια
δεν μ’αντέχει άλλο.
Κι έτσι απλά, με χωρίζει.
Της ζητάω το λόγο. Αδιαφορεί.
Είναι κιόλας αλλού.

Έχω ξεμείνει εδώ πέρα.
Από Φίλους   Λεφτά    Κατανόηση    Αντοχή
Από σένα.
Τα μαζεύω σιγά-σιγά, για να φύγω.
Όμως δες! Είμαι ακόμα εδώ...
Σε κοιτάζω. Γυρνάς το κεφάλι απ’την άλλη.
Αύριο μάλλον θα μ’αγαπάς. Μα, δε θα σε θέλω άλλο.
Φεύγεις; Μα, τι κάνεις ακόμα εδώ;
Να φύγω εγώ;
Δεν με περιμένουν.

Σωροί σκουπιδιών και Δυσωδία.
Καφέδες ποιότητας κακής
που διέλυσαν στομάχια
και νευρώσεις- στο απόγειό τους όλες.

Μέσα στα σκουπίδια
να’σαι κι εσύ.
Και μια μουσική –μονότονη- κονσέρβα
και νύχια σε φλουό πορτοκαλί
και σκισμένα πάνινα παπούτσια
-διόλου αλήτικα, προς θεού-
που περπατήσαν χιλιόμετρα επί ματαίω
αναζητώντας την Ιθάκη
που τους βγήκε Μύκονος- κατιτί πιο φάνκι.

Στο γραπτό αυτό
με μισώ σε πετώ με ρημάζω σε αλλάζω
με κοροιδεύω σ’αγαπάω
δεν μ’αγαπάω.

Το Σεπτέμβρη θα έρθω να σε βρω.
Και ας μην μείνω ίδια.
Και ας μην μείνεις άδειος.

Θ’ανεβώ στην κορυφή σου
και αμά δε σου κάνω
και άμα δε με θες
όπως σε ήθελα εγώ
θα γκρεμιστώ
θα σκοτωθώ.
Στο τελευταίο πλάνο
εσύ θα γελάς.

Αριστούργημα.